αφανέρωτος

αφανέρωτος
-η, -ο
επίρρ. αυτός που δε φανερώνεται: Όλα εκείνα τα χρόνια ζούσε αφανέρωτος στην πρωτεύουσα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αφανέρωτος — η, ο (Μ ἀφανέρωτος, ον) νεοελλ. αυτός που δεν είναι φανερός από μόνος του ή που δεν αποκαλύπτεται από άλλον μσν. 1. αυτός που εξαφανίστηκε, ο άφαντος, ο φυγάς 2. δυσκολοφανέρωτος, ακατάληπτος …   Dictionary of Greek

  • άδεικτος — και άδειχτος, η, ο (Α ἄδεικτος, ον) [δεικνύω, δείχνω] νεοελλ. αυτός που δεν δείχτηκε ή δεν μπορεί να δειχτεί, αφανέρωτος, άγνωστος αρχ. (για τον Θεό) αόρατος, αφανής, άγνωστος …   Dictionary of Greek

  • αδήλωτος — η, ο [δηλώνω] 1. αφανέρωτος, ανέκφραστος, ενδόμυχος 2. αυτός που δεν δηλώθηκε, για προϊόντα ή εμπορεύματα που έπρεπε κατά τον νόμο να δηλωθούν ή για πρόσωπα που δεν καταγράφηκαν στα δημοτικά, στρατιωτικά ή άλλα επίσημα μητρώα …   Dictionary of Greek

  • ανεκδήλωτος — η, ο εκείνος που δεν εκδηλώθηκε, αφανέρωτος …   Dictionary of Greek

  • αφαντασίαστος — ἀφαντασίαστος, ον (AM) [φαντασιάζομαι] 1. αφανέρωτος, ανεκδήλωτος 2. χωρίς τρομακτικά όνειρα 3. απαλλαγμένος από φαντασιώσεις …   Dictionary of Greek

  • κρύφιος — α, ο (AM κρύφιος, ον, θηλ. και κρυφία) 1. αυτός που δεν εκδηλώνεται ή δεν γίνεται φανερός σε άλλους, κρυφός, μυστικός, άδηλος, αφανέρωτος (α. «κρύφια ελπίδα» β. «αἱμυλίους τε λόγους κρύφιους τ ὀαρισμούς», Ησίοδ.) 2. απόρρητος, απόκρυφος μσν. αρχ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”